- ἐφευρέματα
- ἐφεύρεμαdiscoveryneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφεύρεμα — ἐφεύρεμα, τὸ (ΑΜ) [εφευρίσκω] 1. εφεύρημα, ανακάλυψη, εφεύρεση, επινόηση 2. στον πληθ. τὰ ἐφευρέματα επιγρ. τα τεχνάσματα … Dictionary of Greek